- αὐτόπται
- очевидцы
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
αὐτόπται — αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc pl αὐτόπτᾱͅ , αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)